ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΖΑΓΟΡΙ Στην περιοχή του Ζαγορίου έχουν καταγραφεί 34 τύποι οικοτόπων εκ των οποίων οι 24 περιλαμβάνονται στην κοινοτική οδηγία 92/43 για την «διατήρηση των οικοτόπων και ειδών χλωρίδας και πανίδας
Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016
Ajuga orientalis L. Οικογένεια: Lamiaceae _ Χειλανθή.
Ajuga orientalis L.
Οικογένεια: Lamiaceae _ Χειλανθή
Εξάπλωση: Σε χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης και Νοτιοανατολικής Ασίας.
Περιγραφή: Πολυετής πόα με ύψος 10-30 εκατοστά, υπέργεια μέρη τριχωτά και γκριζοπράσινα αντίθετα φύλλα που ανά ζεύγος σχηματίζουν σταυρό με τα προηγούμενα. Ο βλαστός είναι τετράγωνος, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ειδών του γένους Lamiaceae. Τα άνθη έχουν χρώμα βιολετί-μπλε και βρίσκονται στα γόνατα κατά σπονδύλους. Εμφανίζεται Μάιο με Ιούλιο.
Χρήσεις: Φαρμακευτικό φυτό. Έχει επουλωτικές και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες.
Οικογένεια: Lamiaceae _ Χειλανθή
Εξάπλωση: Σε χώρες της Νοτιοδυτικής Ευρώπης και Νοτιοανατολικής Ασίας.
Περιγραφή: Πολυετής πόα με ύψος 10-30 εκατοστά, υπέργεια μέρη τριχωτά και γκριζοπράσινα αντίθετα φύλλα που ανά ζεύγος σχηματίζουν σταυρό με τα προηγούμενα. Ο βλαστός είναι τετράγωνος, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ειδών του γένους Lamiaceae. Τα άνθη έχουν χρώμα βιολετί-μπλε και βρίσκονται στα γόνατα κατά σπονδύλους. Εμφανίζεται Μάιο με Ιούλιο.
Χρήσεις: Φαρμακευτικό φυτό. Έχει επουλωτικές και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες.
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016
Calopteryx virgo L. (1758) Αρσενικό άτομο Καλοπτέρυξ o παρθένος Οικογένεια: Calopterygidae _ Καλοπτερυγίδες
Calopteryx virgo L. (1758) Αρσενικό άτομο
Καλοπτέρυξ o παρθένος
Οικογένεια: Calopterygidae _ Καλοπτερυγίδες
Το αρσενικό Calopteryx virgo έχει μεταλλικό μπλε χρώμα και τα φτερά του είναι σκούρα μοβ-μπλε ενώ τα θηλυκά αντίστοιχα, έχουν μεταλλικό πράσινο χρώμα ή καφέ με τα φτερά τους να έχουν μία λευκή κηλίδα στις άκρες. Το συναντάμε στις όχθες των ποταμών και των λιμνών.
Τα Calopteryx virgo ως Έντομα, έχουν και τα αντίστοιχα κοινά χαρακτηριστικά των εντόμων. Ειδικότερα έχουν εξωσκελετό από χιτίνη με έξι πόδια, και το σώμα αποτελείται από τρία τμήματα: το κεφάλι, τον θώρακα με έξι πόδια και την κοιλία. Έχουν το ίδιο πεπτικό, νευρικό, γεννητικό, απεκκριτικό και αναπνευστικό σύστημα με τα υπόλοιπα έντομα.
Το κεφάλι με τα μεγάλα μάτια είναι πλατύτερο από το υπόλοιπο σώμα. Ο θώρακας μοιάζει σφαίρα, που στις πλευρές είναι πεπιεσμένη. Ο μεσοθώρακας και ο μεταθώρακας είναι συνενωμένοι. Η κοιλία είναι μακρόστενη και αποτελείται από δέκα ουρόστερνα. Τα στοματικά μόρια είναι μασητικού τύπου. Αποτελούνται από ένα ζεύγη άνω γνάθων, ένα ζεύγη κάτω γνάθων με γναθικές προσακτρίδες, το κάτω χείλος με τις χειλικές προσακτρίδες και το άνω χείλος.
Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι εξαιρετικά μεγάλοι. Μπορεί να αποτελούνται από συνολικά 28.000 ομματίδια. Προέχουν σε σχήμα ημισφαιρίου.
Οι κεραίες είναι σχετικά μικρές και σμηριγγοειδείς .
Και τα δυο ζεύγη πτερύγων είναι διαφανή και μεμβρανώδη και έχουν αρχικό πυκνό δίκτυο νεύρωσης. Συνήθως ένα τμήμα στην μπροστινή πλευρά και κοντά στη κορυφή της πτέρυγας έχει σκούρο χρώμα και λέγεται πτεροστίγμα.
Η αρχέγονη άρθρωση των πτερύγων συνδέεται με ένα αρχέγονο μυϊκό σύστημα κινήσεως των πτερύγων. Οι πτέρυγες δεν κινούνται έμμεσα με την εναλλάξ συστολή των στερνονωτιαίων και των επιμηκών μυών του θώρακα όπως στα Νεόπτερα. Οι πτέρυγες των Calopteryx virgo κινούνται άμεσα και αυτό επιτρέπει την ανεξάρτητη κίνηση των μπροστινών πτερύγων σχετικά με τις πίσω πτέρυγες. Αυτό πάλι επιτρέπει στις λιβελλούλες να παραμένουν ακίνητες στον αέρα στο ίδιο σημείο ή και να πετούν προς τα πίσω.
Τα πόδια είναι ειδικευμένα για κυνήγι και μαζί μπορεί να κρατιούνται με τρόπο ώστε να σχηματίζουν κάτι σαν καλάθι για να αρπάζουν τη λεία, που είναι μικρότερα έντομα. Αλλά η μετακίνηση γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με τις πτέρυγες.
Τα Calopteryx virgo είναι κυνηγοί και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στο περιβάλλον του. Έτσι ζει μόνο σε πολύ καθαρό νερό με καθορισμένη θερμοκρασία και αλμυρότητα. ‘Άρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν βιολογικός δείκτης της ποιότητας του νερού.
https://en.wikipedia.org/wiki/Beautiful_demoiselle
Καλοπτέρυξ o παρθένος
Οικογένεια: Calopterygidae _ Καλοπτερυγίδες
Το αρσενικό Calopteryx virgo έχει μεταλλικό μπλε χρώμα και τα φτερά του είναι σκούρα μοβ-μπλε ενώ τα θηλυκά αντίστοιχα, έχουν μεταλλικό πράσινο χρώμα ή καφέ με τα φτερά τους να έχουν μία λευκή κηλίδα στις άκρες. Το συναντάμε στις όχθες των ποταμών και των λιμνών.
Τα Calopteryx virgo ως Έντομα, έχουν και τα αντίστοιχα κοινά χαρακτηριστικά των εντόμων. Ειδικότερα έχουν εξωσκελετό από χιτίνη με έξι πόδια, και το σώμα αποτελείται από τρία τμήματα: το κεφάλι, τον θώρακα με έξι πόδια και την κοιλία. Έχουν το ίδιο πεπτικό, νευρικό, γεννητικό, απεκκριτικό και αναπνευστικό σύστημα με τα υπόλοιπα έντομα.
Το κεφάλι με τα μεγάλα μάτια είναι πλατύτερο από το υπόλοιπο σώμα. Ο θώρακας μοιάζει σφαίρα, που στις πλευρές είναι πεπιεσμένη. Ο μεσοθώρακας και ο μεταθώρακας είναι συνενωμένοι. Η κοιλία είναι μακρόστενη και αποτελείται από δέκα ουρόστερνα. Τα στοματικά μόρια είναι μασητικού τύπου. Αποτελούνται από ένα ζεύγη άνω γνάθων, ένα ζεύγη κάτω γνάθων με γναθικές προσακτρίδες, το κάτω χείλος με τις χειλικές προσακτρίδες και το άνω χείλος.
Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι εξαιρετικά μεγάλοι. Μπορεί να αποτελούνται από συνολικά 28.000 ομματίδια. Προέχουν σε σχήμα ημισφαιρίου.
Οι κεραίες είναι σχετικά μικρές και σμηριγγοειδείς .
Και τα δυο ζεύγη πτερύγων είναι διαφανή και μεμβρανώδη και έχουν αρχικό πυκνό δίκτυο νεύρωσης. Συνήθως ένα τμήμα στην μπροστινή πλευρά και κοντά στη κορυφή της πτέρυγας έχει σκούρο χρώμα και λέγεται πτεροστίγμα.
Η αρχέγονη άρθρωση των πτερύγων συνδέεται με ένα αρχέγονο μυϊκό σύστημα κινήσεως των πτερύγων. Οι πτέρυγες δεν κινούνται έμμεσα με την εναλλάξ συστολή των στερνονωτιαίων και των επιμηκών μυών του θώρακα όπως στα Νεόπτερα. Οι πτέρυγες των Calopteryx virgo κινούνται άμεσα και αυτό επιτρέπει την ανεξάρτητη κίνηση των μπροστινών πτερύγων σχετικά με τις πίσω πτέρυγες. Αυτό πάλι επιτρέπει στις λιβελλούλες να παραμένουν ακίνητες στον αέρα στο ίδιο σημείο ή και να πετούν προς τα πίσω.
Τα πόδια είναι ειδικευμένα για κυνήγι και μαζί μπορεί να κρατιούνται με τρόπο ώστε να σχηματίζουν κάτι σαν καλάθι για να αρπάζουν τη λεία, που είναι μικρότερα έντομα. Αλλά η μετακίνηση γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με τις πτέρυγες.
Τα Calopteryx virgo είναι κυνηγοί και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στο περιβάλλον του. Έτσι ζει μόνο σε πολύ καθαρό νερό με καθορισμένη θερμοκρασία και αλμυρότητα. ‘Άρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν βιολογικός δείκτης της ποιότητας του νερού.
https://en.wikipedia.org/wiki/Beautiful_demoiselle
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016
Anthyllis vulneraria L. subsp. pindicola Cullen, (1968) Ανθυλλίς η τραυματική υποείδος της Πίνδου Οικογένεια: Fabaceae
Anthyllis vulneraria L. subsp. pindicola Cullen, (1968)
Ανθυλλίς η τραυματική υποείδος της Πίνδου
Οικογένεια: Fabaceae
Το είδος Anthyllis vulneraria έχει αρκετά υποείδη.
Εξάπλωση: Φυτό διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη, Β. Αφρική, Μικρά Ασία και Ιράν. Το υποείδος pindicola το συναντάμε στην οροσειρά της Πίνδου, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Αρκετά κοινό είδος στο Ζαγόρι.
Περιγραφή: Πολυετές έρπουσα πόα, με διακλαδισμένους βλαστούς ύψους έως 40 εκατοστά. Φύλλα πτεροειδή, πράσινα – γκριζωπά, με διάσπαρτες τρίχες στην άνω επιφάνεια και μεταξένια αφή. Άνθη κίτρινα, διαταγμένα σε πυκνό σφαιρικό κεφάλιο. Ανθίζει Μάιο με Αύγουστο.
Βιότοπος Φυτό πολύ κοινό στα ξερά λιβάδια, από τα παραθαλάσσια μέρη μέχρι τα ψηλά βουνά (2.500 μέτρα). Προτιμά ασβεστολιθικά βραχώδη εδάφη.
https://plus.google.com/ +FLORAFAUNAZAGORIGREECE.
Ανθυλλίς η τραυματική υποείδος της Πίνδου
Οικογένεια: Fabaceae
Το είδος Anthyllis vulneraria έχει αρκετά υποείδη.
Εξάπλωση: Φυτό διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη, Β. Αφρική, Μικρά Ασία και Ιράν. Το υποείδος pindicola το συναντάμε στην οροσειρά της Πίνδου, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Αρκετά κοινό είδος στο Ζαγόρι.
Περιγραφή: Πολυετές έρπουσα πόα, με διακλαδισμένους βλαστούς ύψους έως 40 εκατοστά. Φύλλα πτεροειδή, πράσινα – γκριζωπά, με διάσπαρτες τρίχες στην άνω επιφάνεια και μεταξένια αφή. Άνθη κίτρινα, διαταγμένα σε πυκνό σφαιρικό κεφάλιο. Ανθίζει Μάιο με Αύγουστο.
Βιότοπος Φυτό πολύ κοινό στα ξερά λιβάδια, από τα παραθαλάσσια μέρη μέχρι τα ψηλά βουνά (2.500 μέτρα). Προτιμά ασβεστολιθικά βραχώδη εδάφη.
https://plus.google.com/
Althaea cannabina L. Αλθαία η καννάβινη Οικογένεια: Malvaceae - Μαλαχοειδή
Althaea cannabina L.
Αλθαία η καννάβινη
Οικογένεια: Malvaceae - Μαλαχοειδή
Τοποθεσία: Μηλιωτάδες
Ονομασία: Το επίθετο cannabina προέρχεται από το σχήμα των φύλλων που μοιάζουν με αυτά της κάνναβης (Cannabis sativa).
Εξάπλωση: Φυτό που αναπτύσσεται στις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο.
Περιγραφή: Πολυετής πόα με βλαστό όρθιο, διακλαδιζόμενο με ύψος 0,40-1,50 μέτρα.
Τα κάτω φύλλα είναι τριχωτά, γραμμικό ή γραμμικά-λογχοειδή, οδοντωτά ή λοβωτά, έως 2 εκατοστά πλάτος και 8 εκατοστά μήκος. Τα ανώτερα φύλλα είναι απλά λοβωτά και οδοντωτά. Τα άνθη είναι μοναχικά ή σε ομάδες και αναπτύσσονται στις μασχάλες των φύλλων, συνήθως είναι ροζ ή κοκκινωπό-μοβ, , με μοβ-κόκκινους στήμονες . Ανθίζει Ιούλιο με Σεπτέμβριο.
Βιότοπος: Σε βραχώδη και ασβεστούχα εδάφη, σε δάση, λιβάδια και άκρες των δρόμων.
Αλθαία η καννάβινη
Οικογένεια: Malvaceae - Μαλαχοειδή
Τοποθεσία: Μηλιωτάδες
Ονομασία: Το επίθετο cannabina προέρχεται από το σχήμα των φύλλων που μοιάζουν με αυτά της κάνναβης (Cannabis sativa).
Εξάπλωση: Φυτό που αναπτύσσεται στις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο.
Περιγραφή: Πολυετής πόα με βλαστό όρθιο, διακλαδιζόμενο με ύψος 0,40-1,50 μέτρα.
Τα κάτω φύλλα είναι τριχωτά, γραμμικό ή γραμμικά-λογχοειδή, οδοντωτά ή λοβωτά, έως 2 εκατοστά πλάτος και 8 εκατοστά μήκος. Τα ανώτερα φύλλα είναι απλά λοβωτά και οδοντωτά. Τα άνθη είναι μοναχικά ή σε ομάδες και αναπτύσσονται στις μασχάλες των φύλλων, συνήθως είναι ροζ ή κοκκινωπό-μοβ, , με μοβ-κόκκινους στήμονες . Ανθίζει Ιούλιο με Σεπτέμβριο.
Βιότοπος: Σε βραχώδη και ασβεστούχα εδάφη, σε δάση, λιβάδια και άκρες των δρόμων.
Testudo marginata Schoepf, (1789) Οικογένεια: Testudinidae
Testudo marginata Schoepf, (1789)
Οικογένεια: Testudinidae
Κοινή ονομασία: Κρασπεδωτή χελώνα
Τοποθεσία: Ελαφότοπος
Το μεγαλύτερο είδος στεριανής χελώνας της Ελλάδας που μπορεί να ξεπεράσει τα 35 εκατοστά. Χαρακτηριστικό της οι πεπλατυσμένες, σχεδόν οριζόντιες περιφερειακές πλάκες στο πίσω μέρος του σώματος, στις οποίες οφείλει το όνομά της. Είδος ενδημικό της Ελλάδας με κάποιους πληθυσμούς στην Αλβανία, στη Γιουγκοσλαβία. στη Σαρδηνία και στη Ν. Ιταλία. Μολονότι εδώ δεν θεωρείται απειλούμενο είδος, η εξάπλωση του είναι σχετικά περιορισμένη. Συνήθως πέφτει σε χειμερία νάρκη, εκτός αν επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες, οπότε άτομα του είδους της παρατηρούνται και το χειμώνα. Η κρασπεδωτή χελώνα (Testudo marginata) γεννάει 2-12 αβγά την άνοιξη σε τρύπες που σκάβει στο έδαφος. Τα χελωνάκια όταν βγουν έχουν μήκος έως 4 εκατοστά.
Η Κρασπεδωτή χελώνα είναι προστατεύομενο ζώο που ζει μόνο στην Νότια Ελλάδα και είναι ένα από τα σημαντικότερα είδη της χώρας μας. Διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο είδη στεριανών χελωνών: Είναι μεγαλύτερη, με μακρόστενο σχήμα και έντονα σκούρο, κάποιες φορές μαύρο χρώμα. Χαρακτηριστικό της είναι οι προτεταμένες πίσω περιφερειακές πλάκες που στις αρσενικές είναι πολύ πιο έντονες. Μπορεί να επιβιώνει ακόμα και στις πιο δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και σε βιότοπους πολύ ξηρούς και φτωχούς σε βλάστηση.Το μακρόστενο σχήμα της τη βοηθά να κινείται σε απόκρημνα και στενά περάσματα ανάμεσα σε πέτρες και χαμηλή βλάστηση, όπου πολύ συχνά ζει και κρύβεται μέσα σε φυσικά κοιλώματα. Το ίδιο της χρησιμεύει να επανέρχεται εύκολα αν αναποδογυρίσει και όλα αυτά βοηθούν κάποιες, αν και ελάχιστες, να γλιτώνουν από μικρές δασικές πυρκαγιές και να μην εξαφανίζεται πάντοτε το είδος από την περιοχή.
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/Ε.Ο.Κ. (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτεί αυστηρή προστασία και επιβάλλεται ο καθορισμός ζωνών προστασίας τους), από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία), από το CITES, από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος) και από τον Ευρωπαϊκό κόκκινο κατάλογο και το IUCN Red List (ως τρωτό είδος).
Οικογένεια: Testudinidae
Κοινή ονομασία: Κρασπεδωτή χελώνα
Τοποθεσία: Ελαφότοπος
Το μεγαλύτερο είδος στεριανής χελώνας της Ελλάδας που μπορεί να ξεπεράσει τα 35 εκατοστά. Χαρακτηριστικό της οι πεπλατυσμένες, σχεδόν οριζόντιες περιφερειακές πλάκες στο πίσω μέρος του σώματος, στις οποίες οφείλει το όνομά της. Είδος ενδημικό της Ελλάδας με κάποιους πληθυσμούς στην Αλβανία, στη Γιουγκοσλαβία. στη Σαρδηνία και στη Ν. Ιταλία. Μολονότι εδώ δεν θεωρείται απειλούμενο είδος, η εξάπλωση του είναι σχετικά περιορισμένη. Συνήθως πέφτει σε χειμερία νάρκη, εκτός αν επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες, οπότε άτομα του είδους της παρατηρούνται και το χειμώνα. Η κρασπεδωτή χελώνα (Testudo marginata) γεννάει 2-12 αβγά την άνοιξη σε τρύπες που σκάβει στο έδαφος. Τα χελωνάκια όταν βγουν έχουν μήκος έως 4 εκατοστά.
Η Κρασπεδωτή χελώνα είναι προστατεύομενο ζώο που ζει μόνο στην Νότια Ελλάδα και είναι ένα από τα σημαντικότερα είδη της χώρας μας. Διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο είδη στεριανών χελωνών: Είναι μεγαλύτερη, με μακρόστενο σχήμα και έντονα σκούρο, κάποιες φορές μαύρο χρώμα. Χαρακτηριστικό της είναι οι προτεταμένες πίσω περιφερειακές πλάκες που στις αρσενικές είναι πολύ πιο έντονες. Μπορεί να επιβιώνει ακόμα και στις πιο δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και σε βιότοπους πολύ ξηρούς και φτωχούς σε βλάστηση.Το μακρόστενο σχήμα της τη βοηθά να κινείται σε απόκρημνα και στενά περάσματα ανάμεσα σε πέτρες και χαμηλή βλάστηση, όπου πολύ συχνά ζει και κρύβεται μέσα σε φυσικά κοιλώματα. Το ίδιο της χρησιμεύει να επανέρχεται εύκολα αν αναποδογυρίσει και όλα αυτά βοηθούν κάποιες, αν και ελάχιστες, να γλιτώνουν από μικρές δασικές πυρκαγιές και να μην εξαφανίζεται πάντοτε το είδος από την περιοχή.
Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/Ε.Ο.Κ. (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτεί αυστηρή προστασία και επιβάλλεται ο καθορισμός ζωνών προστασίας τους), από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία), από το CITES, από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευτέο είδος) και από τον Ευρωπαϊκό κόκκινο κατάλογο και το IUCN Red List (ως τρωτό είδος).
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016
Colchicum autumnale L. Κολχικό το φθινοπωρό
Colchicum autumnale L.
Κολχικό το φθινοπωρό
Οικογένεια: Colchicaceae
Τοπική ονομασία: Διώχνες (επειδή με την εμφάνιση του φυτού το φθινόπωρο έφευγαν και οι ξενιτεμένοι)
Εξάπλωση: Ενδημικό φυτό της Ευρώπης, που έχει μεταφερθεί και στην Βόρεια Αμερική
Περιγραφή: Είναι πολυετής, ποώδης πόα, με βολβό του έχει το μέγεθος καρυδιού. Τα άνθη έχουν χρώμα ρόδινο-ιώδες με μακρύ ποδίσκο και μοιάζουν με αυτά του κρόκου με τη διαφορά ότι οι στήμονες του είναι έξι, ενώ στον κρόκο μόνο τρεις. Τα φύλλα είναι μεγάλα λογχοειδή, παράρριζα σκληρά, έχουν χρώμα σκούρο πράσινο και σχηματίζουν ένα είδος ροζέτας στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το άνθος.
Φυτό πολύ δηλητηριώδες, λόγω της ουσίας κολχικίνης που περιέχει και προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης από κολχικίνη μοιάζουν με αυτά της δηλητηρίασης από αρσενικό.
Βιότοπος: Υγρά και πλούσια λιβάδια
Κολχικό το φθινοπωρό
Οικογένεια: Colchicaceae
Τοπική ονομασία: Διώχνες (επειδή με την εμφάνιση του φυτού το φθινόπωρο έφευγαν και οι ξενιτεμένοι)
Εξάπλωση: Ενδημικό φυτό της Ευρώπης, που έχει μεταφερθεί και στην Βόρεια Αμερική
Περιγραφή: Είναι πολυετής, ποώδης πόα, με βολβό του έχει το μέγεθος καρυδιού. Τα άνθη έχουν χρώμα ρόδινο-ιώδες με μακρύ ποδίσκο και μοιάζουν με αυτά του κρόκου με τη διαφορά ότι οι στήμονες του είναι έξι, ενώ στον κρόκο μόνο τρεις. Τα φύλλα είναι μεγάλα λογχοειδή, παράρριζα σκληρά, έχουν χρώμα σκούρο πράσινο και σχηματίζουν ένα είδος ροζέτας στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το άνθος.
Φυτό πολύ δηλητηριώδες, λόγω της ουσίας κολχικίνης που περιέχει και προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης από κολχικίνη μοιάζουν με αυτά της δηλητηρίασης από αρσενικό.
Βιότοπος: Υγρά και πλούσια λιβάδια
Lycaena ottomanus Lefèbvre, (1830)
Lycaena ottomanus Lefèbvre, (1830)
Οικογένεια: Lycaenidae _ Λυκαινίδες
Εξάπλωση: Ενδημική πεταλούδα των Βαλκανίων.
Βιότοπος: Συναντάτε από Απρίλιο με Σεπτέμβριο σε περιοχές με υγρασία, κοντά σε εύκρατους θαμνώνες και αειθαλή και δάση πλατύφυλλων. Θεωρείται ευάλωτο είδος. Τρέφεται με φυτά του γένους Rumex.
Οικογένεια: Lycaenidae _ Λυκαινίδες
Εξάπλωση: Ενδημική πεταλούδα των Βαλκανίων.
Βιότοπος: Συναντάτε από Απρίλιο με Σεπτέμβριο σε περιοχές με υγρασία, κοντά σε εύκρατους θαμνώνες και αειθαλή και δάση πλατύφυλλων. Θεωρείται ευάλωτο είδος. Τρέφεται με φυτά του γένους Rumex.
Potamon fluviatile Herbst, (1785) Ποταμών ποταμολιμναίων
Potamon fluviatile Herbst, (1785)
Ποταμών ποταμολιμναίων
Συνώνυμα: Potamon fluviatilie Capolongo & Cilia, (1990) subs. lanfrancoi
Potamophilus edule Latreille, (1818)
Κοινή ονομασία: Ποταμίσιο καβούρι
Τοποθεσία: Ανατολικό Ζαγόρι
Εξάπλωση: Ελλάδα, Αλβανία; Κροατία, Ιταλία, FYROM, Μάλτα, Μαυροβούνιο.
Περιγραφή: Φτάνουν σε μήκος τα 5 εκατοστά. Γενικά τα θηλυκά είναι μικρότερα από τα αρσενικά. Το σώμα είναι σχεδόν τετράγωνο. Φέρουν 5 ζεύγη ποδιών με το πρώτο να είναι οπλισμένο με νύχια. Ζουν 10-12 έτη. Τα καβούρια καταναλώνουν μια μεγάλη ποικιλία από είδη τροφίμων, όπως φυτικά υπολείμματα, φύκια, γυρίνους, έντομα, σκουλήκια, προνύμφες εντόμων, μικρά βατράχια και ψάρια. Έχουν λίγους εχθρούς (αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, αρπακτικά πτηνά), αλλά είναι πιο ευάλωτα στην υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων Τα νεαρά καβούρια είναι πιο υδρόβια από τα ενήλικα άτομα. Τα θηλυκά ζευγαρώνουν στα τέλη της άνοιξης φέρουν τα γονιμοποιημένα αυγά σε προέκταση της κοιλιακής χώρας μέχρι να εκκολαφθούν απευθείας σε ανήλικα καβούρια, έχοντας περάσει από το στάδιο της προνύμφης μέσα στο αυγό και απελευθερώνουν τους νεοσσούς το καλοκαίρι.
Βιότοπος: Το συναντάμε σε λίμνες, ποτάμια και ρέματα που ρέουν μέσα από δασικές εκτάσεις σε ασβεστολιθικά και πυριτικά πετρώματα, όπου βρίσκουν καταφύγιο κάτω από πέτρες ή μεταξύ βλάστησης, ή ξεκουράζονται σε λαγούμια που έσκαψαν μέχρι 50 εκατοστά βάθος που περιέχουν νερό στο κάτω μέρος. Τον περισσότερο χρόνο τους τον περνούν έξω από το νερό είτε τη νύχτα ή μέσα στην ημέρα, όταν βρέχει. Διανύουν με τα πόδια σχετικά μικρές αποστάσεις για να φτάσουν κοντά ρέματα. Είναι πιο δραστήρια από το Μάιο έως και τον Οκτώβριο, ενώ το Χειμώνα τρυπώνουν είτε σε φυσικά καταφύγια ή μέσα σε λαγούμια.
Ποταμών ποταμολιμναίων
Συνώνυμα: Potamon fluviatilie Capolongo & Cilia, (1990) subs. lanfrancoi
Potamophilus edule Latreille, (1818)
Κοινή ονομασία: Ποταμίσιο καβούρι
Τοποθεσία: Ανατολικό Ζαγόρι
Εξάπλωση: Ελλάδα, Αλβανία; Κροατία, Ιταλία, FYROM, Μάλτα, Μαυροβούνιο.
Περιγραφή: Φτάνουν σε μήκος τα 5 εκατοστά. Γενικά τα θηλυκά είναι μικρότερα από τα αρσενικά. Το σώμα είναι σχεδόν τετράγωνο. Φέρουν 5 ζεύγη ποδιών με το πρώτο να είναι οπλισμένο με νύχια. Ζουν 10-12 έτη. Τα καβούρια καταναλώνουν μια μεγάλη ποικιλία από είδη τροφίμων, όπως φυτικά υπολείμματα, φύκια, γυρίνους, έντομα, σκουλήκια, προνύμφες εντόμων, μικρά βατράχια και ψάρια. Έχουν λίγους εχθρούς (αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, αρπακτικά πτηνά), αλλά είναι πιο ευάλωτα στην υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων Τα νεαρά καβούρια είναι πιο υδρόβια από τα ενήλικα άτομα. Τα θηλυκά ζευγαρώνουν στα τέλη της άνοιξης φέρουν τα γονιμοποιημένα αυγά σε προέκταση της κοιλιακής χώρας μέχρι να εκκολαφθούν απευθείας σε ανήλικα καβούρια, έχοντας περάσει από το στάδιο της προνύμφης μέσα στο αυγό και απελευθερώνουν τους νεοσσούς το καλοκαίρι.
Βιότοπος: Το συναντάμε σε λίμνες, ποτάμια και ρέματα που ρέουν μέσα από δασικές εκτάσεις σε ασβεστολιθικά και πυριτικά πετρώματα, όπου βρίσκουν καταφύγιο κάτω από πέτρες ή μεταξύ βλάστησης, ή ξεκουράζονται σε λαγούμια που έσκαψαν μέχρι 50 εκατοστά βάθος που περιέχουν νερό στο κάτω μέρος. Τον περισσότερο χρόνο τους τον περνούν έξω από το νερό είτε τη νύχτα ή μέσα στην ημέρα, όταν βρέχει. Διανύουν με τα πόδια σχετικά μικρές αποστάσεις για να φτάσουν κοντά ρέματα. Είναι πιο δραστήρια από το Μάιο έως και τον Οκτώβριο, ενώ το Χειμώνα τρυπώνουν είτε σε φυσικά καταφύγια ή μέσα σε λαγούμια.
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016
Alcea apterocarpa ( Fenzl ) Boiss.
Alcea apterocarpa ( Fenzl ) Boiss.
Αλκέα ή Αλθέα η απτερόκαρπη
Οικογένεια: Malvaceae _ Μαλαχοειδή
Γεωγραφική εξάπλωση: Σπάνιο στην Ελλάδα.
Περιγραφή: Πολυετής πόα, με όρθια διακλαδισμένα στελέχη και με παλαμοειδή φύλλα, μίσχοι 2 έως 7,5 εκατοστά και παράφυλλα 3-5 εκατοστά, στενά τριγωνικά. Τα λουλούδια βγαίνουν στο μίσχο μοναχικά σε τσαμπιά με κάλυκα και τριγωνικούς λοβούς. Είναι λευκά, κίτρινα, ροζ ή μοβ και πολλές φορές με εσωτερικό διαφορετικό χρωματισμό. Ο χρωματισμός αλλάζει ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους (σκούρος σε αμμώδη εδάφη, ανοιχτός σε αργιλώδη).
Αλκέα ή Αλθέα η απτερόκαρπη
Οικογένεια: Malvaceae _ Μαλαχοειδή
Γεωγραφική εξάπλωση: Σπάνιο στην Ελλάδα.
Περιγραφή: Πολυετής πόα, με όρθια διακλαδισμένα στελέχη και με παλαμοειδή φύλλα, μίσχοι 2 έως 7,5 εκατοστά και παράφυλλα 3-5 εκατοστά, στενά τριγωνικά. Τα λουλούδια βγαίνουν στο μίσχο μοναχικά σε τσαμπιά με κάλυκα και τριγωνικούς λοβούς. Είναι λευκά, κίτρινα, ροζ ή μοβ και πολλές φορές με εσωτερικό διαφορετικό χρωματισμό. Ο χρωματισμός αλλάζει ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους (σκούρος σε αμμώδη εδάφη, ανοιχτός σε αργιλώδη).
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016
Alcea pallida (Willd.) Waldst. & Kit
Alcea pallida (Willd.) Waldst. & Kit
Αλκέα ή Αλθαία η ωχρή
Οικογένεια: Malvaceae _ Μαλαχοειδή
Αλκέα ή Αλθαία η ωχρή
Οικογένεια: Malvaceae _ Μαλαχοειδή
Ονομασία: Η ονομασία Alcea προέρχεται από το αρχαία ελληνικό ρήμα αλθαίνω που σημαίνει θεραπεύω, γιατρεύω.
Περιγραφή: Πολυετές φυτό που φθάνει περίπου το 1,5 μέτρο. Ανθίζει Ιούλιο με Σεπτέμβριο και οι σπόροι ωριμάζουν από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (αρσενικά και θηλυκά όργανα).
Βιότοπος: Αναπτύσσεται σε όλους τους τύπους εδαφών, σε μέρη με πολύ ηλιοφάνεια. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί στη σκιά.
Περιγραφή: Πολυετές φυτό που φθάνει περίπου το 1,5 μέτρο. Ανθίζει Ιούλιο με Σεπτέμβριο και οι σπόροι ωριμάζουν από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (αρσενικά και θηλυκά όργανα).
Βιότοπος: Αναπτύσσεται σε όλους τους τύπους εδαφών, σε μέρη με πολύ ηλιοφάνεια. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί στη σκιά.
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016
Τρίτη 2 Αυγούστου 2016
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)